διασκέπτονται

διασκέπτονται
διασκέπτομαι
pres ind mp 3rd pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συνδιάσκεψη — η /συνδιάσκεψις, έψεως, ΝΜ [συνδιασκέπτομαι] η πράξη τού διασκέπτομαι, σύσκεψη νεοελλ. 1. το σύνολο τών προσώπων που διασκέπτονται («η συνδιάσκεψη δεν έλαβε καμιά απόφαση») 2. αντιπροσωπευτικό ή και καθοδηγητικό σώμα ιδίως πολιτικού σχηματισμού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”